Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Dim Locator – Six Miles Deep


Moloko+
2016




Dim Locator (προφανώς από την σύνθεση του Rowland S. Howard για τους Birthday Party), ονομάστηκε η μπάντα που ξεπήδησε από την στάχτη που άφησαν πίσω τους οι θρυλικοί Fatal Shore μετά τον θάνατο του Bruno Adams, και το αναγκαστικό τους τέλος.

Οι εναπομείναντες, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Εγγλέζος μα από χρόνια μόνιμος κάτοικος Πράγας, Phil Shoenfelt στη κιθάρα, τα χαρακτηριστικά φωνητικά και το μεγαλύτερο κομμάτι της σύνθεσης, και ο «πιο πολυάσχολος μουσικός του rock and roll» (μαζί και ένας εκ των καλύτερων ντράμερ που υπάρχουν αυτή την στιγμή στην σκηνή) Chris Hughes που πριν τους Dim Locator, παράλληλα και μετά, χτυπάει ανηλεώς τα τύμπανα σε δεκάδες –μην έχουν φτάσει και εκατοντάδες εν τω μεταξύ- άλλα σχήματα, από τους Once Upon A Time μαζί με τον Bruno Adams και τους True Spirit του Hugo Race, μέχρι τα κατά καιρούς σχήματα του Mick Harvey του Nikki Sudden και του Howard για να αναφέρουμε απλά μερικά.

Το τρίο συμπληρώνει ο επίσης αυτραλογεννημένος και νυν κάτοικος Βερολίνου όπως και ο Hughes, Dave Allen στο μπάσο, με το ταπεινό σε σύγκριση με τους προηγούμενους βιογραφικό της συμμετοχής στους Builders, The Stars and the Madness, Luna Lounge, True Spirit, Andrea Schroeder, και μερικούς άλλους...
Τον οποίον Dave δεν ξέρω γιατί, και σε πιο ακριβώς βραχυκύκλωμα του μυαλού οφείλεται το ότι όποτε βλέπω τον Joachim Low μου θυμίζει αυτόν και κατ’ επέκταση τους Dim Locator, με αποτέλεσμα να μου δημιουργείται θετική αύρα για την ομάδα των πάντσερ που λένε και οι σπορτκάστερς.

Αφού είχαν προηγηθεί το Immortalised, ένα μικρό, με την μορφή ψηφιακού και βινυλιακού επτάϊντσου, αφιέρωμα στον Rowland S. Howard το 2012, και το Wormhole, ένα EP με τέσσερα τραγούδια όλα δικές τους συνθέσεις, (και εξώφυλλο από τον Claus Castenskiold) το 2013, κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες το Six Miles Deep που όμως, δεν είναι αυτό που θα μπορούσες να πεις ο πρώτος τους δίσκος, αφού μιλάμε για μια ζωντανή ηχογράφηση, της περσινής τους εμφάνισης στο κλαμπ NATO της Λειψίας, δίχως μετέπειτα παρεμβάσεις και... «επιδιορθώσεις», που βλέπει το φως των δισκοπωλείων κυρίως γιατί αποτελεί κομμάτι μιας μικρής σειράς «εορταστικών» κυκλοφοριών της καλής γερμανικής εταιρίας Moloko+ με αφορμή τα εικοστά της γενέθλια.

Το I Dontt Care About Nothing Anymore (Beasts of Bourbon) ανοίγει το live σε μια ωραία, ξεσηκωτική εκτέλεση με το κολλητικό riff να κάνει κατάληψη για ώρες μετά στο jukebox του εγκεφάλου, ακολουθούμενο από το συγκλονιστικό έτσι κι αλλιώς I Ate The Knife των These Immortal Souls του Rowland Howard (ναι πάλι αυτός) που είχαν διασκευάσει μαζί με τα Dead Radio και το Undone στο πρώτο τους σινγκλ.

Συνεχίζουν με τα δικά τους, Dan The Man From Ampellang και Carolyn, και έναν ήχο πολύ περισσότερο τραχύ από αυτόν του στούντιο, ειδικά το δεύτερο μεταμορφώνεται τόσο, που κονταροχτυπιέται πια μαζί με το Touch αμφισβητώντας την παγιωμένη άποψη για το πιο απ τα δύο είναι το κορυφαίο τους τραγούδι μέχρι σήμερα.

Το ομότιτλο Six Miles Deep, σύνθεση του Shoenfelt μέσα από το Real World, το κύκνειο άσμα των Fatal Shore είναι έτσι κι αλλιώς τραγουδάρα αλλά οι στίχοι του  I feel disconnected, I’m sick inside, Ain’t got no future, just a twisted sense of pride”  τραγουδισμένοι από τον ίδιο τον Shoenfelt “unplugged” με μια φτηνή κιθάρα και αφιερωμένοι ειδικά για τις περιστάσεις μιας παράξενης εβδομάδας που περάσαμε μαζί του πρόπερσι κάπου στη Νότια Κρήτη, όπου ο κόσμος έξω έμοιαζε να καταρρέει, μου φέρνουν σε κάθε άκουσμα την ίδια ανατριχίλα.

Το Rudi που ακολουθεί αναφέρεται σκωπτικά και φυσικά στον έναν και μοναδικό Rudi που όλοι γνωρίζουμε, τον Rudi Protrudi, ενώ με τα επόμενα δύο τραγούδια, το ποτισμένο απ το πνεύμα του Wilhelm Reich και του William S. Burroughs, Orgone Accumulator των Hawkwind και τον ύμνο των απανταχού freaks, Do It! των Pink Fairies σε τριπαρισμένες εκτελέσεις, έχουν πια ξεδιπλώσει τις αναφορές τους και ξετυλίξει μαζί το κουβάρι του δικού τους ήχου, που σφραγίζεται με τις καταιγιστικές κιθαριστικές ριπές που ακολουθούν την νηνεμία της εισαγωγής του Touch και κλείνουν τη συναυλία και τον δίσκο.

Με το τέλος του οποίου φανερώνεται μέσα από παραισθητικές αναθυμιάσεις το πνεύμα αυτής της «αντικανονικής» μπάντας, που προσπαθεί και τα καταφέρνει περίφημα να συγκεράσει τον Εγγλέζικο ψυχεδελικό, freak out ήχο των πρώιμων 70s με το αυθάδικο και αυθόρμητο πνεύμα του punk που ακολούθησε, τσαλαβουτώντας πάνω στις σκοτεινές βαλτώδεις περιοχές του αυστραλέζικου underground των 80s, έχοντας σαν βάση πάντα βέβαια, τις ιδιαίτερες ιδιοσυγκρασίες και ικανότητες των μουσικών που απαρτίζουν τους Dim Locator.


Μακριά από τη χιπστεριά και την πόζα των σύγχρονων «βασιλιάδων» αλλά και πληβείων της –όποιας- σκηνής, που βασίζονται περισσότερο στις διάφορες πιασάρικες ετικέτες των «ειδών» του rock που με πολύ τάξη και επιμελώς φροντίζουν να κολλάνε πάνω τους, τον πρόλογο μέσα από τα «κοινωνικά δίκτυα» και στις δημόσιες σχέσεις, παρά στην μουσική αυτή καθ’ αυτή, οι Dim Locator καλούν τον ακροατή χωρίς φωνασκίες και φανφάρες μα με ένα τους μόνο νεύμα, να τους ακολουθήσει για μια μικρή βόλτα στα στενά της never never land, λάθος πλευράς, όπου συνειδητά προτιμούν να βρίσκονται.

Και κάτι ακόμη... Ακούγοντας το Touch για νιοστή φορά από τότε που πρωτοβγήκε η στούντιο εκτέλεσή του στο Wormhole, σκέφτομαι ότι αφού μπορεί αυτός ο rocker να γράφει τέτοια τραγούδια στα εξηνταφεύγα του, σημαίνει ότι η επιθανάτια αγωνία αυτού του μουσικού είδους που παρά τις διαβεβαιώσεις του μπάρμπα Neil Young για το αντίθετο, είναι μοιραίο να πεθάνει, η επιθανάτια αγωνία του έλεγα όμως, θα συνεχιστεί για αρκετό καιρό ακόμη προς τέρψην τον απανταχού νεκρόφιλων οπαδών όπως είμαστε όλοι μας.

Συμπέρασμα: Such a real Rock and Roll!