Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

από την παρουσίαση του λυκοκτόνου: vol.2

photo by ranxerox


Δεύτερο μέρος από τα απομεινάρια της παρουσίασης του Λυκοκτόνου, με το κείμενο –όπως περίπου και πάλι, διαβάστηκε- από τον Νίκο aka Nick Chance, τη φωνή και το μπάσο δηλαδή των Hydes
Μαζί, εκεί στο τέλος της ανάρτησης και ένα βιντεάκι με τον ίδιο να τραγουδάει το City Lights των FlaminGroovies, ένα ανεκτίμητο για μένα δώρο στο κλείσιμο του πρώτου μέρους αυτής της βραδιάς. (Το Time aint nothing το κρατάς για την επόμενη φορά Νίκ, δεν θα ξεφύγεις έτσι εύκολα).



«Με το Χρήστο καταφέραμε να κάνουμε είκοσι χρόνια να γνωριστούμε. Έχοντας τόσο κοινά ακούσματα και αναγνώσματα, βλέποντας τις ίδιες ταινίες, τριγυρίζοντας προφανώς στα ίδια στέκια τα ίδια χρόνια, πηγαίνοντας στις ίδιες συναυλίες, έχοντας παρόμοιες απόψεις και κάνοντας παρόμοιες σκέψεις για τη ζωή, μέχρι που μέναμε στην ίδια γειτονιά, εκεί στο Διοικητήριο…. καταφέραμε να μην γνωριστούμε από το 1989 που ήρθα κι εγώ στη Θεσ/νίκη, γιατί ο Χρήστος ζούσε ήδη εδώ. Τελικά γνωριστήκαμε σε μια συναυλία του Phil Shoenfelt, στο Πείραμα, στη Βαλαωρίτου, εκεί στον 7ο όροφο, το 2009. Και με το που γνωριστήκαμε, όχι ότι κάναμε παρέα, ότι βγαίναμε, τα λέγαμε, τα πίναμε και άλλες τέτοιες πολυτέλειες. Καλά που ο άνθρωπος νοίκιαζε ταινίες από το βίντεο κλαμπ που δούλευα τότε στην Αγ. Δημητρίου και τα λέγαμε εκεί, όταν περνούσε από τη δουλειά. Έστω κι έτσι η σχέση μας άνθισε, στην κυριολεξία. Δεν χρειάστηκε πολύ φροντίδα, σαν τον κάκτο. 

Παρόλο που σήμερα είμαστε εδώ για να παρουσιάσουμε το δεύτερο βιβλίο του, θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ και στο πρώτο, το Από τη λάθος πλευρά. Η Λάθος Πέυρά ήταν ένα σοκ για μένα. Δεν θα εκθειάσω τον Χρήστο τον μεγάλο συγγραφέα, κάτι που ακόμη κι αν είναι, δεν θα το πω εγώ, θα το πουν άλλοι φανς, πολλά χρόνια μετά, στα ψηφιακά οπισθόφυλλα των μελλοντικών αντίστοιχων Pebbles για την down down under the underground λογοτεχνία. Το μισό σοκ που μου προκάλεσε το βιβλίο του Χρήστου πάντως, οφειλόταν στο ίδιο το βιβλίο. Το άλλο μισό, είναι αλήθεια, οφειλόταν στην συγκυρία να με βρει σε μία έντονα συναισθηματική στιγμή της ζωής μου, στην οποία δεν χρειάζεται να αναφερθώ περισσότερο. Όπως και να ‘χει ήταν η Λάθος Πλευρά που βρέθηκε εκεί για να ολοκληρώσει μία συνολική εμπειρία που με ταρακούνησε με πολλούς τρόπους. 

Χαρακτηριστικό στο γράψιμο του Χρήστου είναι οι πάμπολλες αναφορές που κάνει στα έργα που αγαπάει. Τραγούδια, βιβλία, ταινίες. Οφειλές τις ονομάζει στη Λάθος Πλευρά, Θραύσματα στο Λυκοκτόνο, θραύσματα που όπως λέει ο ίδιος κουδούνιζαν στο κεφάλι του από την πρώτη στιγμή που τα άκουσε ή διάβασε. Κάποιες είναι ξεκάθαρες και συνειδητές, άλλες κρυμμένες ίσως ακόμη και υποσυνείδητες. Μια τεχνική κολάζ στην οποία έχουμε αναφερθεί στις συζητήσεις μας, αγαπημένη και των δυο μας, αγαπημένη και άλλων δημιουργών ακόμη και στη μουσική. Ο David Yohansen έχει δηλώσει λάτρης της “τεχνικής”, ο ίδιος ο  Johnny Thunders, ο οποίος παίζει το Pills του Bo Diddley (που έπαιζαν και οι ίδιοι οι Dolls), κάνει πως τραγουδάει το Too mach monkey business του Chuck Berry, το κάνει όμως Too mach junkie business. Άλλος δηλωμένος λάτρης της τεχνικής ο αγαπημένος και των δυο μας Jeremy Gluck.

Κάτι που μου αρέσει στο γράψιμο του Χρήστου είναι ο τρόπος που δεν απαρνείται τα βιώματά του και αναφέρεται συνολικά σε αυτά. Είναι φαν της μουσικής, οπαδάκι, όπως είχε πει κάποιος παλιός φίλος. Φαντάζομαι και ο Χρήστος, όπως άλλα οπαδάκια «αυτής» της μουσικής, σίγουρα εγώ, θα ονειρευόταν πως ζει στη Νέα Υόρκη ή κάπου εκεί, να τριγυρίζει ανάμεσα στους αγαπημένους τους μουσικούς. Στο μυαλό του μπορεί να ζει στη Νέα Υόρκη, το Παρίσι ή το Βερολίνο, στην πραγματικότητα όμως ζει στον τόπο που ζει, όπου το σκοτάδι μπορεί να γίνεται σκοτίδι, το Μάρτη υπάρχουν οι Χαιρετισμοί τις Παρασκευές και λίγο μετά έρχεται το Πάσχα. Στον τόπο του, όπου στην Κρήτη λένε μαντινάδες και του Χρήστου του αρέσει και κάνει το ίδιο καμιά φορά. 

Επίσης του αρέσει να διαβάζει ποίηση και να γράφει ποίηση συχνά ακόμα και όταν γράφει πεζό. Όπως όταν βάζει τα επίθετα μετά τα ουσιαστικά ή τα ρήματα στο τέλος της πρότασης. 

Του αρέσει να αυτοσαρκάζεται και να … αυτό-σαρκάζει τον κόσμο όλο.

photo by ranxerox



Οι ιστορίες του κατά κανόνα δεν είναι γραμμικές. Έχουν ένα χρόνο δικό τους. Στο Λυκοκτόνο η κινηματογραφική αρχή στο ιατρείο ακολουθείται από μια διαδρομή μέσα σε έναν κόσμο ψυχεδελικό, όπου μπλέκονται η πραγματικότητα όπως τη βιώνει ο Ιωσήφ, ο ήρωας της ιστορίας, το όνειρο, επιθυμίες κι έμμονες ιδέες, ευσεβείς πόθοι, φαντασιώσεις και παραισθήσεις. Μια διαδρομή που είναι γεμάτη εικόνες: ο ουρανός, το βουνό και φυσικά πάντα η θάλασσα. Και άλλες εικόνες όχι το ίδιο γαλήνιες, συχνά. Γιατί ο Ιωσήφ παρόλο που προφανώς του αρέσουν οι Νότιες Θάλασσες και οι ιστορίες για αυτές, όπως αρέσουν και στο Χρήστο, γεννήθηκε στη Λάθος Πλευρά, εκεί μεγάλωσε, εκεί ζει και τώρα. Αυτό που θα μπορούσε να γίνει ένα όμορφο ταξίδι, γίνεται ένα κακό τριπάκι. Όπως γίνεται προφανώς πάντα στη Λάθος Πλευρά. 

Ο Λυκοκτόνος δεν θα μπορούσε να μην είναι μια ιστορία από τη Λάθος Πλευρά, την οποία ο Χρήστος έχει βαλθεί να χαρτογραφήσει. Αυτό νοιώθω ότι κάνει ο Χρήστος με το γράψιμό του: την Ψυχογεωγραφία (για να κάνω και μια σύνδεση με τους Καταστασιακούς και τη φιλοσοφία τους) της Λάθος Πλευράς. Της Λάθος Πλευράς, όχι μόνο ως τόπου καταγωγής, διαμονής ή δυνάμει διαφυγής των χαρακτήρων στα βιβλία του, αλλά της Λάθος Πλευράς που κάθε αντι-ήρωας στις ιστορίες του, κουβαλάει μέσα του. 

Φίλε Χρήστο, ελπίζω ο ζοφερός κόσμος που χαρτογραφείς με τόση γλαφυρότητα στις ιστορίες σου, όσο οικείος και να μας φαίνεται, να είναι στην πραγματικότητα δημιούργημά σου. Στην αντίθετη περίπτωση αναρωτιέμαι ποιος θα πληρώσει την εγγύηση* για να μας βγάλει έξω…

Stephen King αφιερώνει το Carrie στη σύντροφο της ζωής του την Tabitha. Η Tabitha είχε μαζέψει το Carrie από τα σκουπίδια όπου το πέταξε ο King μόλις το τελείωσε. Αφού το διάβασε τον έπεισε να το στείλει στον εκδότη του. Ο King λοιπόν αφιερώνει το Carrie στην Tabby, κάπως έτσι: This is for Tabby, who got me into it and then bailed me out.»